- σεβαστός
- η , ό[ν]1) почитаемый, уважаемый; почтенный, достойный уважения; 2) достопочтенный (при обращении)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σεβαστός — venerable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβαστός — (I) ή, ό / σεβαστός, ή, όν, ΝΑ [σεβάζομαι] 1. άξιος σεβασμού, σεβάσμιος («σεβαστοὶ θεοί», επιγρ.) 2. προσωνυμία τού Αυγούστου και τών Ρωμαίων αυτοκρατόρων στην Ελλάδα («τὸ δὲ ὄνομα εἶναι τούτῳ Αὔγουστος, ὅ κατὰ γλῶσσαν δύναται τὴν Ἑλλήνων… … Dictionary of Greek
σεβαστός — ή, ό 1. άξιος σεβασμού, σεβάσμιος: Σεβαστό πρόσωπο. – Οι απόψεις σου είναι σεβαστές. 2. μτφ., πολύς, μεγάλος: Σεβαστό ποσό. 3. «σεβαστή ηλικία», προχωρημένη ηλικία, γεράματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κυμινήτης, Σεβαστός — (Κύμινα Τραπεζούντας 1625; – Βουκουρέστι 1702). Δάσκαλος και συγγραφέας. Υπήρξε μαθητής του Θεόφιλου Κορυδαλλέα και του Ιωάννη Καρυοφύλλη. Σύντομα αναδείχθηκε σε έναν από τους πιο δραστήριους δασκάλους και πολυγραφότερους λογίους της εποχής του.… … Dictionary of Greek
σεβαστά — σεβαστός venerable neut nom/voc/acc pl σεβαστά̱ , σεβαστός venerable fem nom/voc/acc dual σεβαστά̱ , σεβαστός venerable fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβαστῶν — σεβαστός venerable fem gen pl σεβαστός venerable masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβαστόν — σεβαστός venerable masc acc sg σεβαστός venerable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβασταῖς — σεβαστός venerable fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβασταί — σεβαστός venerable fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβαστοῖς — σεβαστός venerable masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβαστοί — σεβαστός venerable masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)